-
1 поклон
-а α.υπόκλιση, (ως χαιρετισμός)низкий поклон βαθιά (εδαφιαία) υπόκλιση•
передайте ему мой поклон μεταδόστε του τους χαιρετισμούς μου.
εκφρ.идти (ехать – κ.τ.τ.) на поклон ή с -ом α) υποκλίνομαι ταπεινά, β) καθικετεύω, εκλιπαρώ.
1 поклон
низкий поклон βαθιά (εδαφιαία) υπόκλιση•
передайте ему мой поклон μεταδόστε του τους χαιρετισμούς μου.